Αἰτωλοῦ

Αἰτωλοῦ
Αἰτωλός
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κοσμά Αιτωλού, δήμος — Νέος δήμος (4.625 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Μεγάρου, Αγίου Κοσμά, Δασυλλίου, Καληράχης, Καλλονής, Κυδωνιών, Κυπαρισσίου, Οροπεδίου και Τρικόρφου, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Косма Этолийский — Κοσμάς ο Αιτωλός Имя в миру: Констас Рождение …   Википедия

  • Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός — Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος …   Dictionary of Greek

  • GR-51 — Präfektur Grevena Νομός Γρεβενών Basisdaten Staat: Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • Grevena (Präfektur) — Präfektur Grevena (1964–2010) Νομός Γρεβενών Basisdaten (April 2010)[1] Staat …   Deutsch Wikipedia

  • AETOLIA, ab AETOLO — vide infra: qui pulsus â Salmoneo Rege Epeorum et Pisaeorum, huc concessit: auctore Xenophonte, Achaiae regiuncula est, Epiro, Acarnaniae, et Locris finitima. Urbes hîc olim celebres, Chalcis, Arachthe, Olenae, Calydon, Oenei Regis sedes. Populos …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Παίονες — Αρχαίος λαός που εγκαταστάθηκε αρχικά στην περιοχή πάνω από τον Αξιό και αργότερα μέχρι τον Στρυμόνα. Η εθνικότητά τους ήταν ελληνοθρακική. Τα ομηρικά έπη αναφέρουν τους Παίονες ως κατοίκους αυτής της περιοχής. Και ο Παυσανίας επίσης λέει ότι ο… …   Dictionary of Greek

  • Παλαίμων — Όνομα προσώπων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. 1. Θαλάσσια θεότητα, που λατρευόταν κυρίως στην αρχαία Κόρινθο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Π. ήταν γιος του Αθάμαντα και της Ινούς Μελικέρτης. Έγινε θαλάσσιος θεός όταν γκρεμίστηκε από τη Μολουρίδα …   Dictionary of Greek

  • γυμνασίαρχος — Αξίωμα στην αρχαία Ελλάδα, που αποκτούσαν οι πιο σημαντικοί και πλούσιοι πολίτες. Ο γ. ήταν επιφορτισμένος με την επίβλεψη των παιδιών και των εφήβων που γυμνάζονταν και εκπαιδεύονταν στους χώρους άσκησης, στα γυμνάσια και στις παλαίστρες.Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”